Ναι, αυτή που δεν ξεχνιέται!
Πρέπει να ήταν το σωτήριο έτος 1978 όταν, πιτσιρικάς εγώ, ξεκίνησα το μεγάλο ταξίδι μου στον μαγικό κόσμο των σταυρολέξων. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη στιγμή που έκανα τον καλοκαιρινό μου περίπατο στα σοκάκια της πανέμορφης Ερμιόνης στην Αργολίδα, όπου περνούσα τότε τις διακοπές μου. Μια στάση γινόταν πατροπαράδοτα στο «πρακτορείο», το μαγαζί με τις εφημερίδες και τα περιοδικά που μύριζε ζεστό χαρτί. Στην επαρχία τότε τα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα ήταν δυσεύρετα, δεν ξεφύτρωναν σε κάθε γωνιά, όπως συνέβαινε στις μεγαλουπόλεις, κι οι φίλοι του τυπωμένου χαρτιού περίμεναν πώς και πώς να καταφθάσει στο λιμάνι το πλοίο της γραμμής που έφερνε την καινούργια πραμάτεια.
Έχοντας από μικρός το μεράκι των εφημερίδων και των περιοδικών, προσάρμοζα πάντοτε τη βόλτα μου, ώστε να συμπίπτει με την άφιξη του πλοίου και τσουπ! Έμπαινα πρώτος-πρώτος μέσα στο πρακτορείο, μόλις κατέφθανε η σοδειά της ημέρας, πριν καλά-καλά βγουν οι σπάγκοι από τα πακέτα, για να πάρω τα φρέσκα τεύχη όσων εκδόσεων ήμουν τακτικός αναγνώστης, αλλά και να τσεκάρω μπας και είχε βγει τίποτα νέο που να άξιζε τον κόπο. Κάνα μισάωρο θα έφευγε στάνταρ στο ξεφύλλισμα, αλλά ο μαγαζάτορας ήξερε πως ήμουνα καλός πελάτης και δεν παραπονιόταν. Το να κάνεις φίλους μαγαζάτορες μόνο χρήσιμο μπορεί να φανεί στη ζωή του ανθρώπου, σας διαβεβαιώ.
Ήταν, λοιπόν, που λέτε μια παρτίδα που είχε, εκτός από τα Αγόρι, Τρουένο και κάποια άλλα κόμιξ της εποχής, που τα περίμενα με την καραμπίνα στο χέρι, δυο άλλα τεράστια σε ύψος περιοδικά (δεν γράφω σε μέγεθος, για να μη νομίσετε πως είχαν υπερβολικά πολλές σελίδες, κάτι που δεν ίσχυε), ένα παλιό κι ένα φρέσκο. Τότε ήταν της μόδας να επανακυκλοφορούν κατά καιρούς διάφορες παλιές εκδόσεις, που προφανώς είχαν πρωτοβγεί σε μεγάλο τιράζ, με συνέπεια να προκύπτουν τεύχη από επιστροφές, που είχαν ξεμείνει στον εκδότη και τα ξεστοκάριζε. Το παλιό περιοδικό που μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον ήταν ένα κόμιξ στην Άγρια Δύση αλλά με κωμικό χαρακτήρα, το Κοκομπίλ. Το φρέσκο ήταν ένα περιοδικό με σταυρόλεξα και παιχνίδια, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Οι σελίδες του ήταν υπερπλούσιες, σελιδοποιημένες κάπως χαοτικά, με διαφορετική γραμματοσειρά εδώ κι εκεί, πλαγιαστά boxάκια, τέτοια πράγματα, ασυνήθιστα. Το σημαντικότερο για μένα ήταν πως αυτά που έβλεπα ήταν πρωτότυπα κι ενδιαφέροντα. Τα σταυρόλεξα δεν μπορούσα να τα κρίνω, αν δεν καθόμουν να τα λύσω σπίτι, με την ησυχία μου, αλλά τα παιχνιδάκια μου στροβίλιζαν το μυαλό, ήταν πολύ έξυπνα και ποικίλα τα άτιμα. Ο τίτλος του περιοδικού ήταν Οριζοντίως και Καθέτως.
Ήταν, που λέτε, η πρώτη φορά στη ζωή μου, καλοκαιράκι του 1978, που έκατσα στα σοβαρά να ασχοληθώ με το να λύσω σταυρόλεξα, γρίφους και δεν συμμαζεύεται. Άλλη κουλτούρα, πραγματικά, άλλος κόσμος, διαφορετικό σύμπαν. Μόνος με ένα μολύβι, να χάνεσαι στις σκέψεις σου και να μην έχεις την παραμικρή επαφή με το περιβάλλον γύρω σου. Ήταν ένα επίπεδο ύπαρξης που δεν το είχα βιώσει ποτέ ξανά, και στην αρχή δεν ήξερα καλά-καλά πώς να το αντιμετωπίσω. Ήθελα να βγω έξω, να πάω για μπάνιο, να παίξω με τους φίλους μου -διάολε, καλοκαίρι ήτανε- αλλά συνάμα δεν ήθελα να σταματήσω να βασανίζω το μυαλό μου με τούτη την απασχόληση, που προέκυψε ξαφνικά, εκ του μη όντος, κι ένιωθα να κυριεύει ολοκληρωτικά το είναι μου.
Να μην σας τα πολυλογώ, αυτό το βασανιστικό δίλημμα συνέχισε για λίγο καιρό ακόμα, μέχρι που κάποια στιγμή, το πρακτορείο δεν είχε πια άλλα καινούργια τεύχη του Οριζοντίως και Καθέτως. Να καθυστέρησε; Μήπως ξέχασε να το φέρει το καράβι της γραμμής; Οι ελπίδες μου αποδείχτηκαν φρούδες, καθώς διαπίστωσα πως το αγαπημένο μου περιοδικό ακολούθησε την άσχημη μοίρα πολλών άλλων «κομητών» της εποχής, στους οποίους θα αναφερθούμε άλλη φορά. Δυστυχώς, σταμάτησε γρήγορα να βγαίνει. Δεν έπιασε, ήταν ακριβό, ήρθε γρήγορα ανταγωνισμός, δεν ξέρω, πάντως τα ψωμιά του αποδείχθηκαν λίγα. Αν θυμάμαι καλά, στο ίδιο περίπου ύψος και μέγεθος κυκλοφόρησε το Μήπως Γνωρίζετε, ένα σταυρολεξικό περιοδικό που ήταν, θα έλεγα σήμερα, σαφώς πιο καθαρό και «mainstream» από το χαοτικά γοητευτικό (ή γοητευτικά χαοτικό, αν θέλετε) Οριζοντίως και Καθέτως, στο οποίο έπρεπε να παλέψεις σκληρά, για να βρεις ευθεία γραμμή. Το έπαιρνα κι αυτό, αλλά η πρώτη αγάπη μού έλειπε και τίποτα δεν την αντικατέστησε ξανά. Τα περιοδικά εκείνου του καλοκαιρινού απογεύματος του 1978 είχαν μικρή ζωή (και το Κοκομπίλ έβγαλε μόλις δέκα τεύχη και σταμάτησε) αλλά μεγάλη θέση στην καρδιά μου. Το Μήπως Γνωρίζετε συνέχισε την πορεία του, τότε παιζόταν κι ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων με τον Ίκαρο και τη Ρένα Καπιτσαλά που είχε αυτό τον τίτλο κι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές (είχα κερδίσει κι εγώ μια φορά, όταν πήγαινα στο Δημοτικό, ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκίνητο εκεί – χλιδή τότε να έχεις τέτοιο παιχνίδι). Προφανώς, συνέβαλλε κι αυτό στην επιτυχία του.
Πού και πού ξανάβγαζα από τις κούτες τα Οριζοντίως και Καθέτως στις διακοπές μου, όταν πήγαινα στην Ερμιόνη, και θυμόμουν με νοσταλγία τα περασμένα, μέχρι που τα πέταξε η μητέρα ή η γιαγιά μου. Οι αναμνήσεις, όμως, δεν πετάχτηκαν, αλλά άντεξαν στον χρόνο, καρφώθηκαν βαθιά στο υποσυνείδητο μου κι ήρθαν ξανά στην επιφάνεια πριν από λίγο καιρό, όταν σκέφτηκα να ψάξω για τα παλιά τεύχη σε παλαιοβιβλιοπωλεία και στο Internet. Με το Κοκομπίλ ήμουν αρκετά τυχερός, βρήκα τα 9 από τα 10 τεύχη κι έμεινε ένα τελευταίο να το ψάχνω ακόμα. Αλλά το Οριζοντίως και Καθέτως… είχε διαγραφεί από την πραγματικότητα, λες και δεν υπήρξε ποτέ! Πέρα από ένα ομώνυμο περιοδικό που κυκλοφόρησε για λίγο το 2012, αλλά δεν είχε κάποια σχέση με το παλιό παρά μόνο στον τίτλο, δεν βρήκα όχι φυσικό τεύχος να αγοράσω, αλλά ούτε καν την παραμικρή αναφορά πουθενά. Ακόμα και παλιοί σταυρολεξάδες που θυμόντουσαν περιοδικά από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 δεν είχαν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό το περιοδικό. Στο Internet, όπου υπάρχουν κυριολεκτικά τα πάντα, ούτε ένας δεν έχει γράψει το παραμικρό. Δεν βρήκα ούτε ένα ίχνος του οπουδήποτε, εκτός από τις προσωπικές μου αναμνήσεις. Λέτε να μην υπήρξε ποτέ και το μυαλό μου να μου παίζει ένα παράξενο παιχνίδι; Όποια και αν είναι πάντως η αλήθεια, εγώ θα συνεχίζω να αναζητώ σε ρετρό κοινότητες και μαγαζιά την πρώτη μου σταυρολεξική αγάπη, για να την ξαναδώ ακόμα και σε φωτογραφία ή έστω σε όνειρο, με τη μορφή ενός επισκέπτη που έρχεται από πολύ μακριά…
Με σταυρολεξικούς χαιρετισμούς,
Ο κουτάκιας