Έγραφα την προηγούμενη φορά, αν θυμάστε, πως «Όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με τα σταυρόλεξα, δεν έχουν λείψει φυσικά τα περίεργα, τα ευτράπελα και τα αξιομνημόνευτα εν πάσει περιπτώσει περιστατικά με πρωταγωνιστές τους καλούς μας φίλους με τα κουτάκια και τους ορισμούς. Σκέφτηκα λοιπόν να μοιραστώ κάποια μαζί σας και, αν σας αρέσουν, έπεται και η συνέχεια». Ήρθε λοιπόν η ώρα για τη συνέχεια που λέγαμε!
Η πρώτη ιστορία έχει να κάνει με έναν διαγωνισμό, όπως και την προηγούμενη φορά. Ήταν της μόδας τότε, ειδικά τα καινούργια περιοδικά να μπαίνουν δυναμικά στην αγορά με έναν εντυπωσιακό διαγωνισμό με πλούσια δώρα, για να προσελκύσουν αναγνώστες και να τους «δέσουν» στο άρμα τους. Ήταν μια περίοδος, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – αρχές δεκαετίας του 1980, δεν θυμάμαι ακριβώς χρονολογία, που είχαν κυκλοφορήσει αρκετά σταυρολεξικά περιοδικά. Μήπως Γνωρίζετε και μετά Γρίφος, Μπίνγκο Για Όλους, Λεξόραμα…
Εγώ θα σας γράψω για αυτό το τελευταίο, το οποίο δεν είχε σχέση με ένα ομώνυμο που βγήκε σχετικά πρόσφατα. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, γιατί έχουν πια περάσει και κάτι δεκαετίες, το Λεξόραμα πρέπει να ήταν το πρώτο περιοδικό που είχε δώσει περισσότερη βάση σε λεξοπαίχνιδα όπως τα Διαγράμματα ή Κρυπτόλεξα, όπως τα λέμε σήμερα. Είχε εν πάσει περιπτώσει μια δική του φυσιογνωμία και θεώρησε κι αυτό πρέπον να κάνει έναν διαγωνισμό όπως επέβαλε το trend της εποχής. Έβαλε μάλιστα κι ένα πρωτότυπο θέμα: Θα κέρδιζαν αυτοί που θα έβρισκαν τις περισσότερες ταινίες που στον τίτλο τους θα υπήρχε κι ένας αριθμός, αυξανόμενος κάθε φορά κατά 1: Για παράδειγμα, μπορούσες να ξεκινήσεις με το «Για μια χούφτα δολάρια» (1), να συνεχίσεις με το «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη» (2), μετά με το «Οι τρεις σωματοφύλακες» (3) και… όσο αντέξεις, αυτοί που κατάφερναν προχωρώντας έτσι να φτάσουν στα μεγαλύτερα νούμερα, θα κέρδιζαν τα δώρα.
Άρχισα λοιπόν να αναζητώ και να φέρνω ταινίες στη μνήμη μου, αλλά από ένα σημείο και μετά, τα πράγματα δυσκόλευαν. Και βέβαια, τότε δεν υπήρχε Internet για να ψάξει κανείς και να τα βρει όλα στο πιτς φιτίλι. Μέχρι που ο πατέρας μου, που με έβλεπε να φυσάω και να ξεφυσάω, θυμήθηκε κάτι: Υπήρχε μια σειρά ταινιών «πονηρού», πικάντικου βρε αδελφέ, περιεχομένου που παιζόταν στους σινεμάδες της εποχής (σόρι, αλλά δεν θυμάμαι πλέον ποια ήταν), η οποία είχε κάθε φορά στους τίτλους της το «Νο 2», «Νο 3», «Νο 4» κ.ο.κ. και αυτό συνεχιζόταν για μπόλικα νούμερα! Μια και δεν απαγορευόταν από τους όρους του διαγωνισμού και τα νούμερα όντως περιλαμβάνονταν στους τίτλους των ταινιών, έστειλα τη συμμετοχή μου με τις περισσότερες ταινίες να είναι από αυτή τη σειρά, διανθισμένη φυσικά και με «κανονικούς» τίτλους, όποτε μου έρχονταν κάποιοι στο μυαλό και έμπαιναν εμβόλιμοι.
Ικανοποιημένος με την ιδέα του συχωρεμένου του πατέρα μου, περίμενα την ανάδειξη των νικητών, σίγουρος πως το πρώτο βραβείο μου ανήκει δικαιωματικά. Αλλά, για μια ακόμα φορά στάθηκα άτυχος! Δεν την πάτησα όπως με το «Σκέψις και Γέλιο», το περιοδικό πια το έπαιρνα στην ώρα του, μόλις κυκλοφορούσε στα περίπτερα. Όμως… το Λεξόραμα φαίνεται πως δεν τα πήγε καλά και σταμάτησε να βγαίνει προτού ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός, αναδειχθούν οι νικητές και δημοσιευθούν τα αποτελέσματα! Κι έτσι, για ακόμα μια φορά δεν έμαθα ποτέ αν θα κέρδιζα κάτι, γεγονός που μου έδωσε τη χαριστική βολή: δεν ξανασυμμετείχα ποτέ σε κανένα διαγωνισμό περιοδικού!
Πάμε τώρα σε μια άλλη ιστορία: Βρίσκομαι, που λέτε, πιτσιρικάς για διακοπές σε ένα χωριό της Ικαρίας. Καλοκαιράκι μεν, αλλά τα βράδια δύσκολα, γιατί το ηλεκτρικό ρεύμα συνήθως κοβόταν τις νύχτες, για την ακρίβεια σε όλο το χωριό, αν θυμάμαι καλά, ηλεκτρικό το βράδυ, είχε μόνο στα δυο καφενεία και στην εκκλησία. Δεν είμαι και σίγουρος αν κοβόταν μόνο τις νύχτες ή δεν είχε γενικά, γιατί την ημέρα έπαιζα ή πήγαινα για μπάνιο, οπότε δεν με πολυένοιαζε. Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του 1970, που δεν υπήρχαν ούτε υπολογιστές, ούτε κινητά και smartphones, ούτε τίποτα από όλα αυτά τα φανταιζί επιτεύγματα της τεχνολογίας. Υπήρχε όμως πολλή διάθεση για να περνάμε καλά με τους φίλους μας έξω στη φύση, σε μια εποχή που ακόμα και οι τωρινοί πολύβουοι δρόμοι των πόλεων έμοιαζαν με ησυχαστήρια μοναστηριών, πάντοτε βέβαια με τα σημερινά κριτήρια.
Τα βράδια, λοιπόν, ήταν λίγο δύσκολα, γιατί η φύση έξω άρχιζε να γίνεται πιο επικίνδυνη, με σκορπιούς, φίδια και άλλα τέτοια ζωάκια που δεν μπορούσες να τα δεις λόγω του σκοταδιού και μπορούσαν να σου επιτεθούν (και άντε να τρέχεις σε νοσοκομεία για αντίδοτα μέσα από τους επαρχιακούς δρόμους) και δεν υπήρχε και ρεύμα να χαζέψουμε έστω λίγο τηλεόραση. Ή θα πηγαίναμε στο καφενείο να αράξουμε, ή θα καθόμασταν σπίτι με τις φορητές λάμπες υγραερίου… και θα λύναμε κανένα σταυρόλεξο! Εκεί, όπως καταλαβαίνετε, θέριεψε η μανία. Κάτω από τις λάμπες, τα κουτάκια αστραποβολούσαν και τα γράμματα γεννιόντουσαν μέσα τους το ένα μετά το άλλο. Τι γινόταν όμως αν κάποιο σταυρόλεξο έμενε μισοτελειωμένο επειδή δεν έβρισκα κάποιες λέξεις και δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα το επόμενο τεύχος που είχε τη λύση, ή το περιοδικό ήταν το τελευταίο ενός τόμου κι έπρεπε να περιμένω να έρθει ο επόμενος για να δω επιτέλους τις λέξεις που έλειπαν;
Εκεί, φίλοι μου, ήταν τα δύσκολα. Και δώστου να στριφογυρίζω στο κρεβάτι ανυπόμονος μέχρι να ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα που θα κυκλοφορούσε το τεύχος με τη λύση. Μόλις βέβαια έφτανε, βουρ! Ξεκινούσα με τα πόδια να πάω στο λιμάνι ώστε να είμαι από τους πρώτους που θα μπουν στο πρακτορείο εφημερίδων μόλις φτάσει το καράβι με τα καινούργια περιοδικά, για να αγοράσω το φρέσκο τεύχος. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν, μια από αυτές τις μέρες, το πακέτο δεν ήρθε και ο πράκτορας γύρισε άπρακτος από το λιμάνι! Ρωτάω και μαθαίνω πως είχε γίνει λάθος και το καράβι είχε αφήσει το πακέτο στο προηγούμενο λιμάνι, στη Σάμο!
Και τι θα γινόταν τώρα, βρε παιδιά; Μεθαύριο, λέει, που θα ξαανρχόταν πάλι το βαπόρι, θα έφερνε και το χαμένο πακέτο. Ποιος περίμενε όμως δυο μέρες για να δει τις λύσεις, εδώ καιγόμασταν… Τι έκανε, λέτε, ο ειλικρινώς υμέτερος; Τρόπος μετάβασης στη Σάμο άλλος δεν υπήρχε, οπότε… έβαλα τον πράκτορα να πάρει τηλέφωνο τον συνάδελφό του στο γειτονικό νησί! Ήμουν καλός πελάτης, οπότε δέχτηκε να με εξυπηρετήσει. Και ο εφημεριδοπώλης της Σάμου άκουσε, με ανοικτό το στόμα, έναν παράξενο τύπο να τον παρακαλεί να ανοίξει ένα από τα περιοδικά που μόλις παρέλαβε, να γυρίσει στις τελευταίες σελίδες και να του διαβάσει κάποιες λέξεις από τις λύσεις σταυρολέξων! Ο άνθρωπος, εν τω μεταξύ, δεν είχε ιδέα από σταυρόλεξα, και περιττό να σας πω ότι κατέβασε διακριτικά και κάποια καντήλια μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς έπρεπε να βρει. Όμως, οι νησιώτες είναι πάντα φιλικοί και εξυπηρετικοί κι έτσι τελικά τα κατάφερα, ικανοποίησα την περιέργειά μου και απέκτησα έναν κανόνα που έκτοτε τον τηρώ πάντα: Δεν λύνω ποτέ ένα σταυρόλεξο αν δεν έχω κοντά μου και το τεύχος με τη λύση του!
Με σταυρολεξικούς χαιρετισμούς,
Ο κουτάκιας